- λιπότης
- λῐπότης, ητος, ἡ,A fatness, Cat.Cod.Astr.7.225.4.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λιπότης — λιπότης, ητος, ἡ (Α) [λίπος] πάχος, παχύτητα … Dictionary of Greek
λιπότης — fatness fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπότητος — λιπότης fatness fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λίπος — το (AM λίπος, ους) ουσία ζωικής ή φυτικής προέλευσης, μη πτητική, αδιάλυτη στο νερό, ελαιώδης ή γλοιώδης στην αφή, κν. πάχος (α. «φυτικό λίπος» β. «ζωικό λίπος» γ. «λίπος ἐλαίας», Σοφ.) νεοελλ. 1. (ανατ. φυσιολ.) το σύνολο ή μέρος τού λιπώδους… … Dictionary of Greek